ΔΙΑΦΟΡΑ
Έτσι γεννήθηκε η ΑΕΚ, μέσα από τις στάκτες της Προσφυγιάς…
Είναι απόσπασμα από χειρόγραφη αυτοβιογραφία του Προπάππου μου, Κοκολάρα Μήτσου , αναφέρεται στην περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής, η αυτοβιογραφία βρίσκεται στα χέρια του πατέρα μου, το χωριό του ήταν η Κάτω Παναγιά της Μικράς Ασίας, ακριβώς απέναντι από τα Θυμιανά της Χίου. Το τέλος της ζωής του ήταν στις εργατικές πολυκατοικίες της Νέας Φιλαδέλφειας , το 1992, σε ηλικία 82 Ετών. Και φυσικά οπαδός της ΑΕΚ.
“Δύο τσουβάλια σταφίδα μας πέταξαν εκεί στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Αυτή θα ήτο η τροφή μας, όσες μέρες θα μέναμε περιορισμένοι. Όσο για νερό ευτυχώς που η στέρνα της εκκλησίας είχε αρκετό. Το πρώτο βράδυ που μείναμε μόνο γυναίκες και παιδιά έγινε η αρπαγή των κοριτσιών, από τους τούρκους.
Λέγω αρπαγή γιατί τις άρπαζαν από την αγκαλιά των μανάδων των. Τις έπαιρναν στα γειτονικά σπίτια και μανιασμένοι ακόρεστοι, γλεντούσαν με τα δύσμοιρα εκείνα πλάσματα, καθ΄όλη την νύχτα, και σωστά ερείπια, κουρέλια τις έφερναν πίσω το πρωί για να τις ξαναπάρουν το βράδυ. Καμιά 20αριά κοπέλες πλήρωσαν με την παρθενική τους τιμή για να σωθούν οι υπόλοιπες, να ατιμαστεί το χωριό; Και όλα αυτά γιατί το θέλησαν οι μεγάλοι και τα σκάτωσαν οι δικοί μας. Ανάθεμα στα κόκκαλα τους σκατά στην ψυχή , όλων εκείνον που ήταν οι αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής.
Μεγάλο κακό λοιπόν έγινε το δεύτερο εκείνο βράδυ. Τούρκοι στρατιώτες και μερικοί τσέτες, με αναμμένα κεριά και με τον παπά Νικόλα , που γλίτωσε μεν την αιχμαλωσία, αλλά υπέφερε τόσες προσβολές από τα σκυλιά που λέγονται τούρκοι , που καλύτερα για εκείνο θα ήτο να ανοίξει η γης και να τον καταπιεί.
Κρατούσε λοιπόν στο χέρι του ο παπάς κερί αναμμένο και μαζί με τους τούρκους ανέβηκαν στον γυναικωνίτη του ναού. Στον παπά Νικόλα είχε πέσει ο κλήρος για να διαλέξει τα κορίτσια που επρόκειτο να θυσιάσουν το σώμα τους και την τιμή τους. Φανταστείτε την θέση και σε ποια ψυχική κατάσταση βρισκόταν ο παπάς. Εκείνος που σήκωνε τα άγια Μυστήρια που διάβαζε το ευαγγέλιο από τον άμβωνα της ίδιας εκείνης εκκλησίας, αυτός που εξομολογούσε τις κοπέλες του χωριού, ήτο τώρα εκείνος που έπρεπε να τις παραδώσει στο έλεος και στα κτηνώδη σαρκικά όργια των τούρκων.
Με τα αναμμένα κεριά οι τούρκοι του έκαιον τα γένια και κάθε τόσο του έλεγαν: κορίτσι παπά, κορίτσι παπά και τριγυρνούσε πάνω στον γυναικωνίτη ο παπάς, άβουλος τσουρουφλισμένος με ξεσκισμένα τα ράσα και δεν ήξευρε τι να πράξει. Ποτάμι έρρεαν τα δάκρυα από τους οφθαλμούς του και κάθε τόσο μουρμούραγε: θεέ μου γιατί μα γιατί με ρίχνεις μέσα στον βούρκο. Κορίτσι παπά φώναζαν τα σκυλιά και με τις ξιφολόγχες τρυπούσαν τα μαλακά του και του τσουρούφλιζαν τα γένια”.
Αντρέας Γαβαλάς