ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΔΩ e-mail: aeklivegr@gmail.com

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Βραζιλιάνος επ΄ ονόματι Νεστορίδης…

Αφιέρωμα στον Κώστα Νεστορίδη πραγματοποίησε η ιστοσελίδα neoskosmos.com

Published

on

νεστοριδηςΑφιέρωμα στον Κώστα Νεστορίδη πραγματοποίησε η ιστοσελίδα neoskosmos.com της ομογένειας της Αυστραλίας

Το δημοσίευμα έχει τίτλο “Ένας Βραζιλιάνος με ελληνικό όνομα!” αναφερόμενο στο μεγάλο ταλέντο του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ.

O Νεστόριδης αγωνίστηκε για δύο σεζόν (1965-67) στην ομάδα South Melbourne της Αυστραλίας με την οποία κατέκτησε δύο Πρωταθλήματα.  Στο αφιέρωμα λοιπόν γίνεται αναφορά στη μεγάλη καριέρα του και στα κατορθώματα του. Αυτό περιλαμβάνει στοιχεία από την παιδική του ζωή αλλά και από τις ομάδες στις οποίες αγωνίστηκε. Το αφιέρωμα αναφέρει μεταξύ άλλων πως το όνομα του Κώστα Νεστορίδη σημαίνει πολλά, κυρίως γι’αυτούς που τον παρακαλούθησαν την δεκαετία του 60′ όταν το ποδόσφαιρο ήταν ένα σημαντικό μέρος της ελληνική ταυτότητας στην Αυστραλία. Μάλιστα το neoskosmos.com θυμίζει τις δηλώσεις του Αυστραλιανού δημοσιογράφου Fred Villiers: “Αυτός δεν είναι Έλληνας παίκτης… είναι ένας Βραζιλιάνος με ελληνικό όνομα!”, θέλοντας να δείξει το μεγάλο ταλέντο του Κώστα Νεστορίδη! Αναλυτικά το δημοσίευμα:

 ΒΡΑΖΙΛΙΑΝΟΣ ΜΕ… ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΝΟΜΑ

Όταν ήλθε στην Ελλάς Μελβούρνης από την ΑΕΚ τον Απρίλη του ’66, ως προπονητής και παίκτης, από τα πρώτα παιχνίδια όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν, Έλληνες και ξένοι.
Μάλιστα, από τον πρώτο του αγώνα με αντίπαλο τη Γιουβέντους και μπροστά σε 20 χιλιάδες κόσμο, που ήταν ρεκόρ στο Μιντλ Παρκ έως ότου κατεδαφίστηκε γύρω στο 1995, ο «Νέστορας» έβαλε και το μοναδικό γκολ (1-0).

Ήταν ο παίκτης που οι φίλαθλοι πήγαιναν στο γήπεδο μόνο γι’ αυτόν, να δούνε τις περίτεχνες ενέργειές του και τα γκολ που δεν φανταζόσουν ότι θα έβλεπες. Ήταν να το χαίρεσαι. Έδινε τις δικές του παραστάσεις με εμπνεύσεις της στιγμής, προσφέροντας θέαμα και ουσία. Γι’ αυτό και τον χειροκροτούσαν όλοι, ακόμα και οι πιο φανατικοί των άλλων ομάδων. Κι ήταν 36 ετών!

Θυμάμαι… ένα άρθρο του εκλεκτού δημοσιογράφου Fred Villiers, στην εφημερίδα «Soccer News» που έγραφε για τον Νεστορίδη: «He is not a Greek player… he is a Brazilian with a Greek name». Δηλαδή, αυτός δεν είναι Έλληνας παίκτης… αυτός είναι Βραζιλιάνος με ελληνικό όνομα.

nestoras-brazilian
Θυμάμαι… πολλά απ’ τα παιχνίδια του Νεστορίδη και στο Μιντλ Παρκ και στο Ολύμπικ Παρκ, αλλά πώς να περιγράψεις αυτά που έκανε στο γήπεδο, με τις κομπίνες που σκάρωνε στους αντιπάλους και τα απίθανα γκολ που έβαζε με το «Νεστορίδειο» φάλτσο, από κόρνερ, από φάουλ και με πλασέ χωρίς να κοιτάζει το τέρμα!
Τα διηγούμαι καμιά φορά στους σημερινούς του ποδοσφαίρου και δεν τα πιστεύουν. Τα θεωρούν υπερβολικά. Υπάρχουν όμως μαρτυρίες παλιών που τα είδαν με τα μάτια τους και τα επιβεβαιώνουν και Θα τα δείτε παρακάτω.

Κρίμα που εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε τηλεόραση στα γήπεδα, ούτε στην Αυστραλία ούτε στην Ελλάδα ώστε να δούνε οι σημερινοί ποδοσφαιριστές και φίλαθλοι τι έκανε αυτός ο άνθρωπος μέσα στο γήπεδο.

Για να λέμε όμως την αλήθεια, τον καιρό που ήρθε ο Νεστορίδης στην Ελλάς, όλες οι ομάδες των μεταναστών είχαν στη δύναμή τους παικταράδες… μεγάλα ονόματα από την Ευρώπη που είχαν έρθει πριν το ’64 χωρίς να χρειάζονται μεταγραφές, κι’ έμειναν στην Αυστραλία πολλά χρόνια. Κανένας όμως δεν μας συνεπήρε όπως ο δικός μας ο Νεστορίδης. Αυτός ήταν ο καλύτερος απ’ όλους – «the best from the best».

Λέγοντας αυτά, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που ευτύχησα να δω αυτόν τον μεγάλο Έλληνα ποδοσφαιριστή με τα κυανόλευκα χρώματα της Ελλάς, και να γράψω γι’ αυτόν τότε που ξεκινούσα σαν δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Πυρσός» και «Αθλητική Ηχώ» και επειδή μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ξαναδώ, πριν από δυο μήνες στην Ελλάδα, ύστερα από 46 ολόκληρα χρόνια, με αφορμή αυτή τη συνέντευξη. Έτσι, για να θυμηθούμε τα παλιά…

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΘΕΑ

Η ιδέα για τη συνέντευξη αυτή με αναμνήσεις από τη ζωή και την καριέρα του Κώστα Νεστορίδη γεννήθηκε ένα βραδάκι στις αρχές του περασμένου Ιούνη, όταν ο γράφων βρέθηκε στην καφετέρια του χωριού μου Λογγάδες Ιωαννίνων, με μια παρέα ποδοσφαιρόφιλων, την ώρα που η τηλεόραση έδειχνε τον Νεστορίδη να μιλάει για την «ταλαιπωρημένη» ΑΕΚ που την πέταξαν στην Γ’ Εθνική.

Δεν πρόλαβα να τελειώσω την κουβέντα για την γνωριμία μου με τον Νεστορίδη στην Αυστραλία και πετάχτηκε ένας από την παρέα, ο Βαγγέλης Καραλής, χρόνια «νταλικέρης» στην Αθήνα, και μου λέει: «Με τον Κώστα είμαστε φιλαράκια, τον ξέρω πάνω από 40 χρόνια. Θα τον πάρω τώρα τηλέφωνο και θα του πω ότι θα πας να τον δεις στην Καλλιθέα πριν επιστρέψεις στην Αυστραλία. Σύμφωνοι Κιτσάκη;» Ήθελε ρώτημα; Το ραντεβού κλείστηκε επιτόπου, αφού πρώτα μίλησα κι’ εγώ με τον Νεστορίδη.

Όταν έφθασα στην Αθήνα από τα Γιάννενα, έμεινα στο Περιστέρι, στα ξαδέλφια μου Δημήτρη και Ευτυχία, αλλά το «στέκι» μου ήταν το Μοναστηράκι, κυρίως για το λόγο του ότι εκεί συναντούσα καθημερινά για τον πρωινό καφέ δύο παιδικούς μου φίλους και συμμαθητές από το δημοτικό και από το γυμνάσιο, τον καθηγητή Κώστα Λογοθέτη, και τον γιατρό Δημήτρη Κάκκαβο, διευθυντή του Α’ Καρδιοχειρουργικού Τμήματος του Ευαγγελισμού.
Κι ύστερα, επειδή μου άρεσε πολύ η εικόνα στο Μοναστηράκι, τα τουριστικά μαγαζιά, τα φαγάδικα και οι καφετερίες στην πλατεία και στα δρομάκια μέχρι το Θησείο, και φυσικά επειδή ήταν εύκολα να παίρνω τον ηλεκτρικό για την Καλλιθέα, να πηγαίνω στον Νεστορίδη και να τα λέμε.

ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΑΛΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ

«Οι γονείς μου ξεκίνησαν από τη Μ. Ασία» λέει ο Νεστορίδης. «Έφθασαν στη Θράκη με τα καραβάνια της προσφυγιάς και από εκεί στην Δράμα όπου γεννήθηκα και εγώ τον Μάρτη του 1930.
«Η μητέρα μου η Κυριακή δούλευε ως καθαρίστρια ενώ ο πατέρας μου ο Γιώργος δεν είχε τακτική δουλειά και πήρε το δρόμο για την Αθήνα. Όταν τακτοποιήθηκε εργασιακά μας έφερε όλους εδώ στην Καλλιθέα.

«Τώρα, πότε άρχισα να κλωτσάω τη μπάλα δεν θυμάμαι ακριβώς, μπορεί να ήμουν πέντε ή και έξι χρονών, αλλά μπορεί και να γεννήθηκα με την μπάλα στα πόδια, όπως το έχω ξαναπεί χιλιάδες φορές.

«Ξέρετε, στα παιδικά μου χρόνια πέρασα μεγάλες ταλαιπωρίες και έμαθα μπάλα κάτω από απίστευτες συνθήκες. Από ζωτική ανάγκη ρίχτηκα στη δουλειά πολύ μικρός, ούτε δημοτικό δεν έβγαλα, μόνο τρεις τάξεις πήγα σχολείο. Και τι δεν έκανα για να διευκολύνω κάπως τη φτωχή μου οικογένεια. Δούλευα λούστρος, βοηθός τσαγκάρη, μικροπωλητής, μέχρι και πρόβατα φύλαγα στα χωριά της Πρέβεζας”.