Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΘΑΛΑΜΟΥΣ ΑΕΡΙΩΝ
Στιγμιότυπο από τον τελευταίο ποδοσφαιρικό αγώνα που δόθηκε στις 22 Αυγούστου 1944 στο γκέτο Τερεζίενσταντ και περιλαμβάνεται στο φιλμ του Κουρτ Γκέρρον.
Το καλοκαίρι του 1944 οι Ναζί είχαν εξαντλήσει σχεδόν όλες τις γκαιμπελικέςμεθόδους προπαγάνδας. Εκείνο ίσως που τους έλειπε από τη συλλογή τους ήταν μια ταινία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης που να έδειχνε τους Εβραίους χαλαρούς κι ευτυχισμένους. Αφορμή για να γυριστεί η ταινία ήταν η προγραμματισμένη επίσκεψη αντιπροσώπων του Ερυθρού Σταυρού στο στρατόπεδο του Τερεζίενσταντ.
του Θωμά Σίδερη, ειδικά για το AEK LIVE
Το Τερεζίενσταντ δεν ήταν ένα συνηθισμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εξωτερικά έμοιαζε με μια πολυπληθή κωμόπολη που καθώς περιδιάβαινες τα στενά της θα μπορούσες ν’ ακούσεις μουσικούς να διαβάζουν τις παρτιτούρες τους, χορωδίες και διάφορες μικρές ορχήστρες να κάνουν πρόβες, ηθοποιούς να απαγγέλουν αποσπάσματα θεατρικών κειμένων. Ο Φύρερ διαφήμιζε το Τερεζίενσταντ σαν ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να προστατευθούν από τον πόλεμο διακεκριμένοι Εβραίοι μουσικοί, συγγραφείς, καλλιτέχνες και ηλικιωμένοι. Η αλήθεια είναι ότι επρόκειτο για ένα βαριά φυλασσόμενο γκέτο, έναν διαμετακομιστικό σταθμό για το Άουσβιτς και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου σε όλη την ανατολική Ευρώπη.
Ο άνθρωπος που ανέλαβε να υλοποιήσει την προπαγανδιστική ταινία των Ναζί ήταν ο πολυτάλαντος Κουρτ Γκέρρον, ήδη έγκλειστος στο Τερεζίενσταντ. Με εφόδιο την αξέχαστη ερμηνεία του στο τραγούδι της έναρξης «Μακ ο Μαχαιροβγάλτης» από την «Όπερα της Πεντάρας» του Μπρεχτ, η πρεμιέρα της οποίας έγινε στο Βερολίνο το 1928, ο Γκέρρον αναδείχθηκε σε κινηματογραφικό αστέρα με τον ρόλο που ενσάρκωσε ως μάγος Κίεπερτ στην πρώτη σημαντική ομιλούσα γερμανική ταινία, τον Γαλάζιο Άγγελο, στο πλευρό της Μάρλεν Ντήτριχ. Ο Γκέρρον άφησε τον εαυτό του να πιστεύει πως οι Ναζί θα εκτιμούσαν τη συνεργασία του και δε θα τον έστελναν στους θαλάμους αερίων. Την ίδια, άλλωστε, απατηλή ελπίδα είχαν και οι εκατοντάδες κρατουμένων που εμφανίζονταν έστω και φευγαλέα σε κάποιο πλάνο της.
Καθώς ο Γκέρρον άρχισε την προετοιμασία των γυρισμάτων, αποκαλύφθηκε αμέσως το μέγεθος της Ναζιστικής απάτης. Στα κτίρια που δούλευαν οι Εβραίοι σαν σκλάβοι, υποχρεώθηκαν να βάψουν τους εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους τους με ζωηρά χρώματα. Προκειμένου να μη γίνεται αντιληπτός ο υπερπληθυσμός του στρατοπέδου, η Γκεστάπο έστειλε 7.503 ηλικιωμένους και άρρωστους κρατούμενους στο Άουσβιτς όπου και θανατώθηκαν μεταξύ 16 και 18 Μαΐου 1944. Παράλληλα, αφαιρέθηκε το τρίτο κρεβάτι από τις κουκέτες στους γυναικείους κοιτώνες, προστέθηκαν κουρτίνες στα παράθυρα των υπνωτηρίων και αφέθηκαν προσωρινά βιβλία πάνω στα τραπέζια για να θυμίζουν σπιτικό περιβάλλον. Φυτεύτηκαν παντού δέντρα και λουλούδια, ενώ τοποθετήθηκαν πινακίδες σε δρόμους και κτίρια με γερμανικά ονόματα.
Στην ταινία περιλαμβάνονται ακόμη αποσπάσματα από τη διεξαγωγή κάποιου ποδοσφαιρικού αγώνα. Πρέπει να ήταν φάσεις από το τελευταίο ματς που δόθηκε στο γκέτο τον Αύγουστο του 1944 στον χώρο των στρατώνων της Δρέσδης μεταξύ των ομάδων “Κατάστημα Ρούχων” και “Φροντίδα Παίδων”. Διαιτητής του αγώνα ήταν ο Πάβελ Χέλλερ και αρχηγοί των ομάδων οι Ίγκναζ Φίσερ και Φράντα Μάγιερ αντιστοίχως. Το 1942 συμμετείχαν δώδεκα ομάδες στο πρωτάθλημα του Τερεζίενσταντ, ενώ τη διετία 1943-44 οι ομάδες μειώθηκαν σε έξι. Οι άλλες τέσσερις ήταν: “Μεταφορές”, “Ηλεκτρολόγοι”, “Μάγειρες και Κρεοπώλες” και “Φροντίδα Νέων”. Η “Φροντίδα Παίδων” είχε στις τάξεις της σπουδαίους μπαλαδόρους. Στο ματς εκείνου του Αυγούστου τερματοφύλακας ήταν ο Μάγιερ, οι Πίτερ Έρμπεν και Πάβελ Μπρέντα έπαιξαν αμυντικοί, μέσος ήταν ο Σμούελ Κλάουμπερ, ενώ υπήρχαν και τρεις επιθετικοί, μεταξύ των οποίων και ένας εξαιρετικός γκολτζής, το “κανόνι” Χόνζα Μπούρκας. Όλοι οι ποδοσφαιριστές ήθελαν να δίνουν πάσα στον Μπούρκας γιατί κάθε σουτ που εκτελούσε ήταν σίγουρο γκολ. Η “Φροντίδα Παίδων” όπως και όλες οι υπόλοιπες ομάδες αποτελούνταν από επτά παίκτες, αφού τα ανθρώπινα φορτία με τα τρένα της σιωπής και με κατεύθυνση τα στρατόπεδα του θανάτου της Ανατολικής Ευρώπης αποδεκάτιζαν συχνά το δυναμικό τους. Έτσι, συμφωνήθηκε από όλους στο γκέτο να μειωθεί ο αριθμός των παικτών. Αλλά και η διάρκεια του αγώνα είχε μειωθεί στη μία ώρα, τριάντα λεπτά το κάθε ημίχρονο, εξαιτίας της φυσικής κατάστασης και του υποσιτισμού των ποδοσφαιριστών.
Καθένας από τους παίκτες κουβαλούσε τη δική του προσωπική ιστορία και τον δικό του σταυρό μαρτυρίου. Για παράδειγμα, ο Πίτερ Έρμπεν απελάθηκε στο Τερεζίενσταντ σε ηλικία εικοσιενός ετών μαζί με τη μητέρα του. Ο γυμναστής Φρέντυ Χιρς του έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή, εντάσσοντάς τον αρχικά στην ομάδα “Φροντίδα Νέων”. Διαφορετικά, ο Έρμπεν θα είχε οδηγηθεί, από τους πρώτες μήνες κιόλας, σε κάποιο στρατόπεδο της Ανατολής και θα είχε θανατωθεί. Ο Τζίρκα Ταουσίγκ-Τέζαρ από την άλλη, οδηγήθηκε στο γκέτο τον Ιούνιο του 1943. Μεταφέρθηκε εκεί μαζί με τη μητέρα του με ένα από τα τρένα της σιωπής. Ο πατέρας του είχε ήδη πεθάνει στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Ο Τέζαρ ήταν ήδη αναγνωρισμένος ποδοσφαιριστής πριν ακόμη το ξέσπασμα του πολέμου. Λίγες μέρες μετά το πογκρόμ της “Νύχτας των Κρυστάλλων” έπαιξε ως τερματοφύλακας στην Εθνική Ομάδα Νέων της Τσεχοσλοβακίας απέναντι στην αντίστοιχη ομάδα της Ουγγαρίας. Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ότι ήταν ο καλύτερος παίκτης του αγώνα. Κάθε ομάδα του Τερεζίενσταντ ήθελε να τον έχει στις τάξεις της. Εκείνος όμως επέλεξε την ομάδα “Κατάστημα Ρούχων”, αφού η καταναγκαστική εργασία του ήταν στον τομέα του ιματισμού. Από την πλευρά του ο Φράντα Μάγιερ γιόρτασε τα εικοστά γενέθλιά του, τον Μάιο του 1942, στο Τερεζίενσταντ. Οδηγήθηκε στο γκέτο μαζί με 45 ορφανά παιδιά από το Μπρνο. Όλοι μαζί διέμεναν στο δωμάτιο με το νούμερο επτά σε ένα από τα τρία σπίτια που προορίζονταν για παιδιά. Το καθένα από τα σπίτια αυτά είχε τριακόσια πενήντα παιδιά, ηλικίας έντεκα με δεκαεπτά χρόνων, που μιλούσαν τσεχικά. Ο Μάγιερ βοηθούσε τα ορφανά του Μπρνο στην καλλιέργεια ενός λαχανόκηπου και στη διοργάνωση κάποιων θεατρικών παραστάσεων. Με τα αγόρια που είχε υπό την επίβλεψή του έφτιαξαν μια ποδοσφαιρική ομάδα με το όνομα “Νεσαρίμ” (αετοί στα εβραϊκά). Εξέδιδαν επίσης ένα αθλητικό περιοδικό, ενώ μεγάλη απήχηση στο γκέτο είχαν τα συνθήματα της ομάδας τους.
Οι Ναζί γνώριζαν τη δύναμη του ποδοσφαίρου και το χρησιμοποίησαν κατά κόρον προπολεμικά για να διασπείρουν την ιδεολογία τους στις ανθρώπινες μάζες. Κατ’ αναλογία, δεν είδαν με κακό μάτι τη διοργάνωση αθλητικών τουρνουά στο Τερεζίενσταντ, εφόσον όλα τελούσαν υπό τη δική τους εποπτεία και έλεγχο. Η διενέργεια ποδοσφαιρικών αγώνων όπως και η εκτέλεση κονσέρτων ή το ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων ήταν ένας μέρος του τεχνάσματος για την “πόλη των Εβραίων”. Για το λόγο αυτό επέμειναν στην κινηματογράφηση ποδοσφαιρικών φάσεων από το κινηματογραφικό συνεργείο του Γκέρρον. Όσο για τους κρατουμένους, παίκτες και θεατές, οι αγώνες αυτοί ήταν βάλσαμο στην ψυχή τους, μια επιστροφή στην κανονικότητα της ζωής τους και στην προπολεμική τους καθημερινότητα που κρατούσε όσο δύο ημίχρονα των τριάντα λεπτών. Τους κυριακάτικους αγώνες παρακολουθούσαν σχεδόν τέσσερις χιλιάδες αιχμάλωτοι που συμπαρασύρονταν από τον παλμό και τη δύναμη των αγώνων. Ο Τέσαρ, που κατόρθωσε να βγει ζωντανός από το γκέτο, θυμόταν με νοσταλγία ένα κορίτσι που τον φλέρταρε καθ’ όλη τη διάρκεια κάποιου αγώνα έχοντας προσηλωμένα πάνω του τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια του.
* Προδημοσίευση, αποκλειστικά για το aek-live, από το νέο βιβλίο του Θωμά Σίδερη με τίτλο “Τα τρένα της σιωπής”.