ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΔΩ e-mail: aeklivegr@gmail.com

ΒΙΝΤΕΟ

Xωρίς τους φίλους τους παλιούς… Για την Σωτηρία της μνήμης…

Published

on

Η δικιά μας Σωτηρία Μπέλλου! Ναι, κατάδικιά μας! Είναι γνωστό ότι  η αρχόντισσα του ρεμπέτικου, η πιο ξεχωριστή φωνή που έχει γνωρίσει ποτέ το ελληνικό πεντάγραμμο ήταν φανατική ΑΕΚτζού!  Η ΑΕΚ αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα πάθη της ζωής της. Είχε βρεθεί πολλές φορές στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας και είχε ενώσει τη μοναδική φωνή της με τον κόσμο του Δικεφάλου για την μεγαλύτερη ομάδα – ιδέα  στον κόσμο. 

Ακολουθούσε την Ένωση στους αγώνες, ίσως όχι με αεροπλάνα και βαπόρια αλλά σίγουρα με το πούλμαν των οργανωμένων φιλάθλων, ακόμα και στο εξωτερικό, ενώ πολύ συχνά κυκλοφορούσε με κασκόλ και σκουφάκι της ΑΕΚ. Αυτό που την συγκινούσε ήταν η καταγωγή της ομάδας και η σχέση της με τους πρόσφυγες.

Σε συνέντευξη που είχε πάρει ο Γιώργος Λιάνης από την ανιψιά της, Αρετή Μπέλλου, έλεγε ο ίδιος: «Η Μπέλλου υποστήριζε την ΑΕΚ. Θυμάμαι τον τραγουδιστή Ηλία Μακρή που τραγουδούσε στο “Χαραμα”, με τον Τσιτσάνη μαζί, σε μια νίκη της ομάδας του Ολυμπιακού, της είπε κάτι αυτός για να την πειράξει και το τι του είπε δεν λέγεται…»

Σωτηρία Μπέλλου: Η αγάπη της για την ΑΕΚ | 17/12/22 | ΕΡΤ

Η Αρετή Μπέλλου θυμάται: «Το σκουφί και το κασκόλ που φορούσε το χειμώνα ήταν της ΑΕΚ. Και μου φαινόταν έτσι πολύ αστείο, μια ηλικιωμένη γυναίκα με το καλό της το παλτό και το σκουφί και το κασκόλ της ΑΕΚ. Νομίζω ότι η αγάπη της στην ΑΕΚ οφειλόταν στο γεγονός ότι η ΑΕΚ είναι μια ομάδα που προέρχεται από ανθρώπους κατατρεγμένους».

Με το κασκόλ και το καπελάκι της ΑΕΚ διακρίνεται στην φωτογραφία μέσα στον πυρήνα των κιτρινόμαυρων οπαδών στο στάδιο Καρατζόρτζε του Νόβισαντ στην διάρκεια του εκτός έδρας αγώνα της ΑΕΚ με την Γιουγκοσλαβική Βοϊβοντίνα στις 17 Σεπτέμβρη του 1975.

Αύγουστο ξεκινάει η ιστορία της και Αύγουστο τελειώνει

Στις 22 Αυγούστου 1921, σαν σήμερα, γεννήθηκε στο χωριό Χάλια έξω από τη Χαλκίδα – τη σημερινή Δροσιά.  Ο κεντρικός δρόμος του χωριού σήμερα φέρει το όνομά της. Γεννιέται σε ευκατάστατη οικογένεια και είναι η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέρφια της.

Οι γονείς της διατηρούσαν μπακάλικο κι επειδή έλειπαν πολλές ώρες, μέχρι τα έξι της χρόνια μεγάλωσε με τη γιαγιά της και τον παππού της που ήταν ιερέας στο Σχηματάρι, κι εκτός από το όνομα, της κληροδότησε και την αγάπη για τους εκκλησιαστικούς ύμνους και τη βυζαντινή μουσική. 

Όταν έκλεισε τα έξι, επέστρεψε στο πατρικό της για να γραφτεί στο σχολείο. Παρόλο που μεγάλωσε με έναν ιερέα, η ίδια είχε περιγράψει τον εαυτό της σαν «διαβολάκι». Ήταν άτακτη, πειρακτήρι, πολύ απαιτητική και πεισματάρα. Αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα της θα την βοηθήσουν αργότερα να καταφέρει να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να γίνει τραγουδίστρια.

Από τα 16 της χρόνια, δείχνει τις πολιτικές της πεποιθήσεις. Οι συναναστροφές της με αριστερούς, η συμπάθεια που έδειχνε από μικρή στους φτωχούς, η αντίδρασή της στο κατεστημένο, σε πρέπει και σε υποδείξεις, όχι μόνο των δικών της, αλλά και της μικρής κοινωνίας της Χαλκίδας, καθόρισαν  στην παιδική της ψυχή τη μελλοντική αριστερή της συνείδηση. “Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή” – έλεγε και ξανάλεγε μέχρι το τέλος της ζωής της.

Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την «Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο και μαγεύτηκε. Αυτή θα ήταν η πρώτη μεγάλη αιτία προστριβής με την οικογένειά της. Την περίοδο εκείνη οι καλλιτέχνες και ιδιαίτερα οι γυναίκες του χώρου, είχαν κακή φήμη. Εκείνη όμως θα το πάλευε! Έφαγε ξύλο πολλές φορές χωρίς ωστόσο να αλλάξει ποτέ την πορεία την οποία είχε ήδη αποφασίσει για την ζωή της. Άλλωστε το τραγούδι ήταν η μεγάλη της αγάπη.

Αν και 17 χρόνων αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα. Λίγο καιρό αργότερα, το 1938, παντρεύεται τον Βαγγέλη Τριμούρα, έναν ελεγκτή λεωφορείων που τον γνώριζε από το μαγαζί του πατέρα της. Ο έγγαμος βίος όμως ήταν ένα μαρτύριο για εκείνη. Θα διαρκούσε μόλις έξι μήνες. Ο άντρας της ξενυχτούσε καθημερινά, έπινε και όταν του έκανε παράπονα, τη χτυπούσε. Όταν ήταν έγκυος, τη χτύπησε τόσο πολύ, που τελικά απέβαλε.

Έκανε υπομονή αλλά όταν έμαθε ότι ο σύζυγός της την απατούσε, έχασε την ψυχραιμία της και κατά τη διάρκεια ενός καυγά, του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Θα μπει στις φυλακές Αβέρωφ. Η αρχική ποινή ήταν 3,5 χρόνια φυλάκιση, αλλά στο Εφετείο μειώθηκε σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη.

Η Μπέλλου πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο πατρικό της στη Χαλκίδα. Εκεί όμως ήταν δακτυλοδεικτούμενη από την τοπική κοινωνία.  Ήταν η χωρισμένη, η βιτριολίστρια, η πρώην φυλακισμένη. Οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε και οι τσακωμοί ήταν καθημερινοί. Έτσι, για μια ακόμα φορά θα αναγκαστεί να ξαναδοκιμάσει την τύχη της στην Αθήνα. Αναχωρεί την 28η Οκτωβρίου 1940 με ένα τρένο γεμάτο φαντάρους. Κοριτσάκι ακόμα, στην Αθήνα της Κατοχής, θα επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλειές. Έπλενε πιάτα, πουλούσε τσιγάρα και παστέλια, έκανε τον αχθοφόρο στους σταθμούς τρένων και λεωφορείων. Σπίτι δεν είχε κι έτσι κοιμόταν σε βαγόνια τρένων. Κάποιες φορές με την κιθάρα της, που είχε αγοράσει κάνοντας οικονομία, τραγουδούσε σε μικρά ταβερνάκια

Ταυτόχρονα θα οργανωθεί και στο ΕΑΜ. Ως αγωνίστρια και μέλος της Αντίστασης μετέφερε μηνύματα και οργάνωνε παράνομα συσσίτια. Το 1943 θα συλληφθεί από τους Γερμανούς επειδή έκλεψε μια κουραμάνα και θα βασανιστεί στα διαβόητα κρατητήρια της οδού Μέρλιν για τρεις μέρες.

Στα Δεκεμβριανά θα λάβει μέρος στις αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή. Τραυματισμένη στο χέρι συλλαμβάνεται ξανά από τους χωροφύλακες. Κρατείτε με άλλους κομμουνιστές στο υπόγειο της οδού Βουκουρεστίου όπου γνωρίζει έναν νέο κύκλο ξυλοδαρμών και βίας. Αφήνεται τελικά ελεύθερη ωστόσο το κυνηγητό για τα πολιτικά της φρονήματα θα συνεχιστεί.

Η γνωριμία με τον Τσιτσάνη

Μετά από την Απελευθέρωση, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Ένα βράδυ την άκουσε να τραγουδά, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Αυτό ήταν, μόλις είχε ανακαλύψει μια σπουδαία τραγουδίστρια. Παρόλο που η  Μπέλλου στην ταβέρνα του Καλλέργη δεν τραγουδούσε λαϊκά τραγούδια (ο Τσιτσάνης την άκουσε να λέει ένα tango του 1937 «Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια») εντυπωσιασμένος από τη φωνή της εμπνεύστηκε να γράψει το «Όταν πίνεις στην ταβέρνα» και «Το παιδί που είχες φίλο», τα δύο πρώτα τραγούδια που δισκογράφησε η Σωτηρία. Η επιτυχία ήταν τεράστια, καθιερώνεται ως λαϊκή τραγουδίστρια και της ανοίγεται ο δρόμος για μια μεγάλη καριέρα!

ΜΠΕΛΛΟΥ – ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ

Η Σωτηρία είναι η η πρώτη γυναίκα που «έπιασε» καρέκλα στο ρεμπέτικο πάλκο. Μέχρι το 1948 μόνο οι άνδρες μουσικοί και τραγουδιστές κάθονται στις καρέκλες του πάλκου. Με την άφιξη της Σωτηρίας στο περίφημο κέντρο «Ο Τζίμης ο Χοντρός» στην οδό Αχαρνών, όπου τραγουδάει ο Τσιτσάνης, τα πράγματα αλλάζουν. Η Σωτηρία πιάνει τη δική της καρέκλα στο πάλκο και γίνεται η αρχόντισσα του ρεμπέτικου. Με την δωρική της ερμηνεία, – ντυμένη αυστηρά και πάντα με το τσιγάρο στο χέρι – τραγουδά τον πόνο ενός ολόκληρου λαού.

Όλα τα μαγαζιά τη ζητάνε. Περιζήτητη είναι και στη δισκογραφία. Ηχογραφεί σε πρώτη εκτέλεση πολλά τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Απόστολου Χατζηχρήστου, Καλδάρα, Καπλάνη κ.ά. Ανάμεσά τους τα «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Άνοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάτω απ’ το σβηστό φανάρι», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Σαν απόκληρος γυρίζω», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα»  κ.ά.

Η άστατη ζωή της, η εκρηκτική συμπεριφορά της, ο εθισμός της στο αλκοόλ και τα ζάρια την οδηγούν από τα μέσα του ’50 από την κορυφή στο περιθώριο. Έρχεται η ψυχολογική κατάρρευση, μαζί και μια απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε το ’54 σε κατάσταση μέθης. Ταυτόχρονα εκείνη την εποχή το ρεμπέτικο είχε αρχίσει να θεωρείται υποδεέστερο είδος. Έτσι στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας ’60 η καριέρα της γνωρίζει κάμψη και ακολουθεί ένας αγώνας για επιβίωση. Λίγο αργότερα, εκεί στα μέσα του ’63, ο αλκοολισμός, η ανεργία, η φτώχεια την οδηγούν σε ψυχιατρική κλινική με μανιοκατάθλιψη.

Μόλις στάθηκε στα πόδια της, μετά τη νοσηλεία της, προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλειές. Πουλά τσιγάρα σε νυχτερινά μαγαζιά, κεριά έξω από τις εκκλησίες, πλένει πιάτα σε ταβερνάκια για ένα πιάτο φαγητό.

Το 1965 η Σωτηρία επιστρέφει επιτέλους στο πάλκο, σ’ ένα μαγαζί στο Περιστέρι, στην Ωραία Νήσο Ύδρα. Θ’ ακολουθήσει η επανεμφάνισή της στη δισκογραφία και η συνεργασία της με τον Τσιτσάνη στο «Χάραμα».

Μπορεί να ήταν η «αρχόντισσα του ρεμπέτικου», όμως το ίδιο ανεπανάληπτα ερμήνευσε και κομμάτια του έντεχνου τραγουδιού καθώς προχώρησε σε πρωτοποριακές συνεργασίες με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Μούτσης («Δε Λες Κουβέντα»), ο Σαββόπουλος («Ζεϊμπέκικο»), ο Ανδριόπουλος («Μην Κλαις») κ.α.

 «Αχ Διονύση μ’ έκανες και τραγουδάω ποπ», έλεγε τότε η Μπέλλου στον Σαββόπουλο. Τα «ποπ» όμως θα την εγγράψουν στις μνήμες των προσφύγων όταν η μπάσα φωνή της θα τραγουδήσει «…ο πατέρας μου ο Μπάτης ήρθε από την Σμύρνη το εικοσιδυό / κι έζησε πενήντα χρόνια (σαν πρόσφυγας) σ’ ένα κατώι μυστικό». 

Έτσι η Σωτηρία Μπέλλου και η φωνή της δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τα εγκαίνια του γηπέδου μας. Από τις πιο δυνατές στιγμές εκείνο το αξέχαστο βράδυ ήταν το ταξίδι της προσφυγιάς στο χορτάρι της “Αγιάς Σοφιάς” που ντύθηκε με τη φωνή της και το αξεπέραστο τραγούδι, “Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια“.

Το ταξίδι της προσφυγιάς στο χορτάρι της “Αγιάς Σοφιάς” | 30/09/2022 | ΕΡΤ

Τον Μάρτιο του 1993, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε μία ώρα. Κατά τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο Σωτηρία το 1994 έχασε τη φωνή της, ίσως την πιο ξεχωριστή φωνή που έχει γνωρίσει ποτέ το ελληνικό πεντάγραμμο. Στις 27 Αυγούστου 1997 άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά αφήνοντας πίσω τον θρύλο μιας μεγάλης ρεμπέτισσας, που  σφράγισε το ελληνικό τραγούδι και δημιουργώντας ένα απίστευτο κενό στον χώρο της μουσικής και συγκεκριμένα του ρεμπέτικου.

Αυτή λοιπόν ήταν η Σωτηρία Μπέλλου!

Δυναμική, ΕΑΜίτισα, μποέμισα, αδάμαστη, ανυπότακτη, αληθινή, αδιαπραγμάτευτα ελεύθερη, αθυρόστομη, εκρηκτική, εθισμένη στον τζόγο, οπαδός της ΑΕΚ και μία από τις κορυφαίες τραγουδίστριες του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού.

Στην πορεία της υπήρξε καθοριστική η συμβίωση με τον κληρικό παππού της μέχρι την ηλικία των έξι, καθοριστικό το ότι είδε στην εφηβεία της την Βέμπο και μαγεύτηκε, καθοριστική στα 17 της χρόνια η κακοποιητική συμπεριφορά που υπέστη από τον σύζυγό της, καθοριστική η συνάντησή της με τον Τσιτσάνη, η ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα.

Η ζωή της περιπετειώδη και πολυτάραχη, γεμάτη ανατροπές και βάσανα, αντισυμβατική, τολμηρή και φευγάτη. Η Σωτηρία Μπέλλου σε όλη της την ζωή αγωνίστηκε. Πάλεψε ενάντια στα όσα της προόριζαν για την ζωή της, ενάντια στη συντηρητική κοινωνία, σε κατακτητές και φασίστες, ενάντια στην φτώχεια. Γνώρισε από νωρίς την απόρριψη και τη σωματική βία, έχασε ένα παιδί, έζησε πολέμους και κακουχίες, υπέστη διάφορες κρίσεις με προβλήματα αλκοολισμού και κατάθλιψης.

Ωστόσο, παρά τις στερήσεις και τα βάσανα, με το πείσμα που τη διέκρινε και τη σιδερένια θέληση που είχε, κατάφερε να επιβιώσει, στάθηκε στα πόδια της, πάλεψε και πέτυχε τον στόχο της. Κατάφερε να γίνει αυτό που επιθυμούσε από παιδί. Να γίνει τραγουδίστρια! Ή μάλλον έγινε κάτι πολύ περισσότερο, έγινε «φωνή λαού». Μια φωνή, που σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό -λαϊκό και έντεχνο- τραγούδι του 20ου αιώνα.

Η Μπέλλου, για την εποχή της, ήταν εξτρίμ! Είχε την τύχη και την ατυχία να βρεθεί σε αυτή την εποχή. Πόλεμος, Εμφύλιος, Χούντα, Μεταπολίτευση. Και εκείνη ήταν γυναίκα ομοφυλόφιλη (ήταν ανοιχτά λεσβία σε μία εποχή που αυτό ήταν αδιανόητο), τραγουδίστρια, αριστερή και πρώην φυλακισμένη.  Παρ’ όλα αυτά, βλέπεις ότι το ανάστημά της είναι πολύ υψηλό. Ο χαρακτηρισμός «μοναδική» δεν αφορά μόνο τη φωνή της, αλλά και τον τρόπο ζωής της.

Παράλληλα ήταν και η γυναίκα των αντιθέσεων!

Η αθυρόστομη εγγονή του παπά. Παρά το γεγονός ότι είχε μεγαλώσει δίπλα σε ιερέα και πήγαινε συχνά στην εκκλησία, εν τούτοις ήταν απαιτητική, πεισματάρα και βέβαια πολύ πολύ αθυρόστομη.

Η αριστερή κόρη του εύπορου εμπόρου. Ήταν κομμουνίστρια, παρότι η οικογένειά της δεν είχε καμία σχέση με τους κομμουνιστές. «Από μικρή ήμουν αριστερή» έλεγε. Τη δεκαετία του ’30 έκανε παρέα με την κόρη ενός γιατρού, που ήταν κομμουνιστής. Το ΚΚΕ είναι παράνομο και οι κομμουνιστές κυνηγιούνται αλλά η Σωτηρία δεν χαμπάριαζε τίποτα. Με αυτούς έκανε παρέα και δεν φοβόταν. «Ένιωθα ότι ταίριαζαν τα χνώτα μας με αυτούς τους ανθρώπους» έλεγε. Τους μισούς φίλους της από τη Χαλκίδα τούς εκτέλεσαν.

Κακοποιημένη και βιτριολίστρια ταυτόχρονα.

Η ρεμπέτισσα που αναδείχτηκε από τον Τσιτσάνη, η φωνή της “Συννεφιασμένης Κυριακής” αλλά και η τραγουδίστρια που έκανε πρωτοποριακές συνεργασίες με τους “σύγχρονους” όπως τον Μούτση, τον Σαββόπουλο, τον Λάγιο, τον Ανδριόπουλο και τον Κουνάδη.

Μέσα από αυτές τις εκρηκτικές αντιφάσεις που συνθέτουν το φαινόμενο Μπέλλου, υπάρχει, όμως, εκείνο που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ κι από κανέναν: Η μοναδικότητα της φωνής της, η απαράμιλλη ερμηνευτική της κατάθεση.

Καμία άλλη φωνή δεν μπόρεσε να εκφράσει τον καημό της Ελλάδας όπως η δικιά της. Ο Σαββόπουλος έλεγε, “ότι μας περιέχει όλους η φωνή της” και είναι αλήθεια. Είναι σαν να υπερασπίζεται το δίκιο του καθενός. Ο τρόπος που τραγουδάει είναι απόλυτος και διαχρονικός. Είναι τόσο ευθεία και δωρική που λες “δεν γίνεται”.

Η αντιφατικότητα του χαρακτήρα της, τα πάθη για τα οποία ποτέ δε μετάνιωσε, έδιναν συχνά λαβές για σχόλια. Αλλά ακόμη και αυτοί που την κατέκριναν, δεν θυμόνταν τίποτε από αυτά όταν η Σωτηρία ανέβαινε στο πάλκο και άρχιζε να τραγουδάει. Έσβηναν όλα.

Και για επίλογο ένα τραγούδι της! Είναι πολλά τα τραγούδια – ύμνοι. Ατελείωτα όπως η Σωτηρία μας… Επιλέγω αυτό γιατί εκτός από αγαπημένο της, έχει κάτι από τον αγώνα επιβίωσης των προσφύγων προγόνων μας, τον πόνο τους, και την ελπίδα τους… έχει κάτι από ΑΕΚ!

Η Σμυρνιά γιαγιά φταίει ή το DNA; Δεν ξέρω! Κάπου στην εφηβεία την επέλεξα κι ας ήταν τότε πολλά χρόνια μακριά από τίτλους. Πάντα με τους Ινδιάνους ήμουνα άλλωστε και στα γουέστερν! Έρωτας ισόβιος γιατί η ΑΕΚ για μένα δεν είναι μόνο ομάδα. Αξέχαστη στιγμή κοντά της η πρώτη φορά στο Νίκος Γκούμας. Σκεπαστή, 1989, φιέστα πρωταθλήματος, καταλαβαίνετε...

Continue Reading
Advertisement